- πορεία
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού.
* * *η, ΝΜΑ [πορεύω]1. βάδιση, περπάτημα όδευση2. ο δρόμος ως αποτέλεσμα τής βάδισης τού πορευόμενου («τήν εἰς Πέρσας πορείαν», Ξεν.)3. η διάβαση θαλάσσιου πόρου, ο διάπλους4. η διεύθυνση που λαμβάνει ένα αντικείμενο όταν ρίχνεται (εἰ μὲν γὰρ τὸ ἀκόντιον ἔξω τῶν ὅρων τῆς αὐτοῡ πορείας... ἐξενεχθέν», Αντιφ.)5. τροχιά ουράνιου σώματοςνεοελλ.1. η διεύθυνση που ακολουθεί το πλοίο για να μεταβεί σε ορισμένο σημείο ή η διεύθυνση που έχει η πρώρα τού πλοίου κάθε στιγμή, πλεύση, ρότα2. διαδήλωση πλήθους ανθρώπων3. βαθμιαία μεταβολή κατάστασης ή θέσης («η πορεία τής δίκης»)4. γραμμή που χαράσσεται πάνω στον αεροπορικό ή στον ναυτικό χάρτη, την οποία θα ακολουθήσει το αεροπλάνο ή το πλοίο κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού του5. φρ. «φύλλο πορείας» — έγγραφο με το οποίο παρέχεται άδεια ή δίνεται διαταγή σε στρατιωτικό να μεταβεί κάπουαρχ.1. οδοιπορία στρατιωτικών δυνάμεων2. παρέλευση χρόνου3. επιθεώρηση, εποπτεία4. τα έξοδα διακίνησης6. φρ. α) «Περί ζώων πορείας» — τίτλος έργου τού Αριστοτέληβ) «ἐκ πορείας μάχομαι» — μάχομαι καθ' οδόν.
Dictionary of Greek. 2013.